- προωμοσία
- προωμοσίᾱ , προωμοσίαprosecutor's affidavitfem nom/voc/acc dualπροωμοσίᾱ , προωμοσίαprosecutor's affidavitfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προωμοσία — η, ΝΑ [προόμνυμι] (στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά τού αντιδίκου του ήταν αληθινά … Dictionary of Greek
διωμοσία — διωμοσία, η (AM) μσν. συνωμοσία αρχ. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι κατά την ανάκριση, ο κατήγορος (προωμοσία) και ο κατηγορούμενος (αντωμοσία) … Dictionary of Greek